διαφανόμετρο

διαφανόμετρο
το
1. φυσ. όργανο για τη μέτρηση τής διαφάνειας τού αέρα ή τού νερού
2. χημ. όργανο για τη δοκιμή τού οινοπνεύματος με τη βοήθεια χρωστικής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”